Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ραγδαία βροχή

  • 1 дождь

    дождь м η βροχή· проливной \дождь η καταιγίδα, η ραγδαία βροχή· мелкий \дождь η ψιχάλα· собирается \дождь θα βρέξει· идёт \дождь βρέχει
    * * *
    м
    η βροχή

    проливно́й дождь — η καταιγίδα, η ραγδαία βροχή

    ме́лкий дождь — η ψιχάλα

    собира́ется дождь — θα βρέξει

    Русско-греческий словарь > дождь

  • 2 ливень

    ливень м η νεροποντή, η ραγδαία βροχή
    * * *
    м
    η νεροποντή, η ραγδαία βροχή

    Русско-греческий словарь > ливень

  • 3 лить

    лить 1) χύνω (тж. тех.) 2) (течь, струиться) χύνομαι, τρέχω· льёт дождь πέφτει ραγδαία βροχή
    * * *
    1) χύνω (тж. тех.)
    2) (течь, струиться) χύνομαι, τρέχω

    Русско-греческий словарь > лить

  • 4 проливной

    επ. проливной дождь καταρρακτώδης βροχή, ραγδαία βροχή•

    идёт проливной дождь βρέχει ραγδαία, ρίχνει, βρέχει με το τσουβάλι, με την τρόμπα, με το ασκί.

    Большой русско-греческий словарь > проливной

  • 5 дождь

    дождь
    м ἡ βροχή, ὁ ὑετός:
    проливной \дождь ἡ ραγδαία βροχή· мелкий \дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· идет \дождь βρέχει· идет проливной \дождь βρέχει ραγδαία1 собирается \дождь θά βρέξει· \дождь льет как из ведра βρέχει μέ τό τουλούμι.

    Русско-новогреческий словарь > дождь

  • 6 проливной

    проливной
    прил:
    \проливной дождь ἡ ραγδαία βροχή, ἡ καταρρακτώδης βροχή· идет \проливной дождь βρέχει 'μέ τό τουλούμι.

    Русско-новогреческий словарь > проливной

  • 7 ливень

    -вня α.
    1. ραγδαία βροχή, νεροποντή.
    2. μτφ. πλήθος, βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > ливень

  • 8 ливень

    ливень
    м ἡ ραγδαία βροχή, ἡ νεροποντή.

    Русско-новогреческий словарь > ливень

  • 9 ливень

    [λίβιν'] ουσ. α. ραγδαία βροχή

    Русско-греческий новый словарь > ливень

  • 10 проливной

    [πραλιβνόϊ] εκ. ραγδαία (βροχή)

    Русско-греческий новый словарь > проливной

  • 11 ливень

    [λίβιν'] ουσ α ραγδαία βροχή

    Русско-эллинский словарь > ливень

  • 12 проливной

    [πραλιβνόϊ] επ ραγδαία (βροχή)

    Русско-эллинский словарь > проливной

  • 13 ударить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•

    ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•

    ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•

    ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•

    ударить огнивом πριοβολίζω.

    || μτφ. εισδύω, μπαίνω•

    лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

    || μτφ. πλήττω•

    мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.

    2. κρούω•

    ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•

    ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•

    -ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.

    3. πυροβολώ•

    он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.

    4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•

    ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).

    || μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•

    ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.

    || μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.
    5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•

    к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•

    -ла гроза έπεσε κεραυνός•

    -ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.

    || το ρίχνω•

    ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).

    6. πλήττω•

    его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).

    || κατέχομαι, με πιάνει•

    от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.

    7. τονίζω, υπογραμμίζω.
    εκφρ.
    ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•
    ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.
    1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.
    2. επιπίπτω•

    камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.

    3. παραδίδομαι-
    επιδίδομαι• το ρίχνω•

    ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•

    ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•

    ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.

    4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.
    εκφρ.
    ударить об заклад – στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ударить

  • 14 пролить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. пролил, пролила, пролило, προστκ. пролей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пролитый, βρ: пролит, пролита, пролито ρ.σ.
    1. μ. χύνω, εκχύνω•

    пролить вино на скатерть χύνω το κρασί στο τραπεζομάντηλο.

    2. περνώ, σταματώ (για βροχή)•

    -ил дождь πέρασε η βροχή.

    εκφρ.
    пролить кровь чью – χύνω το αίμα κάποιου (τραυματίζω, σκοτώνω κάποιον), пролить свет на что ρίχνω φως σε κάτι (φανερώνωκάτι που ως τώρα ήταν κρυφό, μυστικό).
    χύνομαι, εκχύνομαι. || ρίχνω•

    -лся ливной дождь έβρεξε ραγδαία, κρουνηδόν, ποταμηδόν, με το τσουβάλι, καταρρακτωδώς.

    || παλ. ρίχνω βροχή (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > пролить

  • 15 хлестать

    хлестать
    несов
    1. μαστιγώνω, χτυπώ (тж. о дожде и т. ἡ.)/ βασίζω (прутом):
    ветер хлещет в лицо́ ὁ ἀέρας χτυπδ στό πρόσωπο· дождь хлещет ἡ βροχή πέφτει ραγδαία·
    2. (выливаться с силой) ξεπηδώ, ἀναβλύζω, χύνομαι ὁρμητικά:
    кровь хлещет из раны ἀπό τήν πληγή ἀναβλύζει αίμα·
    3. (пить) груб. πίνω πολύ:
    \хлестать во́дку κατεβάζω ἕνα περί-δρομο βότκα.

    Русско-новогреческий словарь > хлестать

См. также в других словарях:

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… …   Dictionary of Greek

  • ομβροκτύπος — ὀμβροκτύπος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • ραγδαίος — α, ο επίρρ. α 1. ορμητικός, σφοδρός: Άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή. 2. απότομος, γρήγορος: Στο χρηματιστήριο σημειώθηκε ραγδαία πτώση των βιομηχανικών αξιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • ομβρηγενής — ὀμβρηγενής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε από τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + γενής (< γένος). Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • ομβρολυτώ — ὀμβρολυτῶ, έω (Α) αφήνω κάτι να τρέξει σαν βροχή, εκχύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο λυτώ, χρεω λυτώ] …   Dictionary of Greek

  • ομβροποιός — ὀμβροποιός, όν (Α) αυτός που φέρνει ή που στέλνει βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ομβροτόκος — ὀμβροτόκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει, που φέρνει βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ομβροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀμβροφόρος, ον) (συν. για νέφος και άνεμο) αυτός που φέρνει, που προκαλεί βροχή («βροντῇ στεροπῇ τ ὀμβροφόροισιν τ ἀνέμοις», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀμβροφόροι παρθένοι» οι νεφέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»